Ελευσίνια Μυστήρια
Τα Ελευσίνια ήταν γιορτή και μυστηριακή τελετή που πραγματοποιούνταν στην Ελευσίνα της Αττικής προς τιμήν της θεάς Δήμητρας και της Περσεφόνης. Κατά κοινή παραδοχή, επρόκειτο για την ιερότερη και πιο σεβαστή τελετή από όλες τις γιορτές της αρχαίας Ελλάδας: έχοντας ξεκινήσει από τη Σαμοθράκη και τα Καβείρια Μυστήρια μεταφέρθηκαν στην Ελευσίνα από Θράκες αποίκους. Άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμη κατά τον καιρό του Πεισίστρατου και έφτασαν στο απόγειο της ακμής τους κατά το χρυσό Αιώνα του Περικλή.
Ίδρυση των Μυστηρίων
Σε ό,τι αφορά την προέλευση των Μυστηρίων, στα σχετικά κείμενα των αρχαίων συγγραφέων ως συνήθως αναμιγνύονται μυθικά και ιστορικά στοιχεία πάνω στα οποία δεν μπορεί να βασιστεί κάποια ακριβής χρονολόγηση. Κατά τη μυθολογία, ιδρυτής τους θεωρούνταν ο Εύμολπος ή ο Μουσαίος, ο οποίος θεωρούνταν γιος του Ορφέα και τελετάρχης στα Μυστήρια.[2] Θεωρίες επίσης υποστηρίζουν ότι ιδρυτής τους ήταν ο Ερεχθέας, που εισήγαγε την τελετή από την Αίγυπτο (Πωλ Φουκάρ (Paul Foucart)), ή ακόμα και η ίδια η Δήμητρα, η οποία έφτασε στην Ελευσίνα ψάχνοντας για την Περσεφόνη και πρόσφερε σιτηρά στους κατοίκους, εγκαινιάζοντας τις τελετές και τα μυστήρια.[3][4] Μάλιστα, λέγεται ότι κοντά στην Καλλίχορο πηγή στην Ελευσίνα βρισκόταν ένας βράχος, η Αγέλαστος Πέτρα, στον οποίο κάθισε να ξεκουραστεί η Δήμητρα, και αργότερα γύρω από αυτόν οι γυναίκες της Ελευσίνας έψαλλαν ύμνους προς τη θεά.[5]
Στη σφαίρα της μυθολογίας ανήκει και η διήγηση του Παυσανία για τις αρχές των Μυστηρίων. Σύμφωνα με αυτή, κατά τη βασιλεία του Ερεχθέα ξέσπασε πόλεμος μεταξύ Αθηναίων και Ελευσινίων, μετά το τέλος του οποίου και την ήττα των τελευταίων, η Ελευσίνα έγινε ένας από τους δήμους της Αττικής και αναγνωρίστηκε η κυριαρχία των Αθηναίων στα πάντα εκτός από τις Τελετές, τις οποίες επιθυμούσαν να διατηρήσουν να διεξάγουν οι Ελευσίνιοι. Συνεπώς, κατά τον μύθο το ιερατείο το υπεύθυνο για την τελετή αποτελείτο από τους απογόνους του Ευμόλπου, τους Ευμολπίδες, τις κόρες του βασιλιά Κελεού και από το ιερατικό γένος των Κηρύκων, οι οποίοι απέδιδαν την καταγωγή τους στον Ερμή και την Άγλαυρο. Από τους Ευμολπίδες προερχόταν ο Ιεροφάντης των Μυστηρίων, ενώ από τους Κήρυκες ο Δαδούχος.
Αν και θεωρείται σίγουρο ότι στην προϊστορία θα υπήρχαν λατρείες και τελετές που σχετίζονται με τη γεωργία, τη φύση και την εναλλαγή των εποχών, τα υπάρχοντα αρχαιολογικά ευρήματα δεν επαρκούν ώστε με βεβαιότητα να τοποθετηθεί η απαρχή των Μυστηρίων σε προϊστορική περίοδο. Οι πρώτες συστηματικές αρχαιολογικές ανασκαφές άρχισαν στην Ελευσίνα το 1882 από την Εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία και σταδιακά απεκάλυψαν τα κτίρια που σχετίζονται με τη λατρεία. Οι αρχαιότερες κατασκευές οι οποίες με βεβαιότητα μπορούν να συνδεθούν με τα Μυστήρια ανάγονται στον 8ο πΧ αιώνα. Όμως κάτω από τα ερείπια του Τελεστηρίου κατά τη δεκαετία του 1930 βρέθηκαν τοίχοι και τμήματα άλλου κτιρίου που ανάγεται στην Ύστερη Περίοδο του Χαλκού (1550-1100 πΧ). Το κτίριο αυτό ονομάστηκε από τους αρχαιολόγους «Μέγαρο Β» και διατυπώθηκαν διαφορετικές θεωρίες για το ποια ήταν η χρήση του. Αρχαιολόγοι όπως οι Γ. Μυλωνάς και Ι. Τραυλός θεώρησαν ότι ήταν χώρος λατρείας (cult) της Δήμητρας και ότι έτσι υπήρχε συνέχεια της λατρείας από την μυκηναϊκή μέχρι την ιστορική περίοδο. Από τη δεκαετία του 1980 αμφισβητήθηκε η λατρευτική χρήση του κτίσματος και θεωρήθηκε ότι μπορεί να ήταν χώρος κατοικίας. Ο αρχαιολόγος Μ. Κοσμόπουλος (2003) υποστηρίζει ότι το κτίριο μπορεί να χρησίμευε και για τους δύο σκοπούς, δηλ. ως κατοικία κάποιας επιφανούς οικογενείας και για την οικιακή λατρεία της Θεάς.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα σε συνδυασμό με τις αναφορές του Θουκυδίδη[ οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα Μυστήρια (και η ίδια η Ελευσίνα) ήταν υπό τον έλεγχο των Αθηνών από πολύ ενωρίς, πιθανώς από τις αρχές του 7ου π.Χ. αι.
Κατά τη διάρκεια της αθηναϊκής ηγεμονίας, τα Μυστήρια διακρίνονταν σε Μεγάλα και Μικρά. Τα Μεγάλα γιορτάζονταν στην Αθήνα και στην Ελευσίνα, ενώ τα Μικρά στην Άγρα, προάστιο των Αθηνών, κοντά στον Αρδηττό στις όχθες του ποταμού Ιλισού.
Μικρά Ελευσίνια
Τα Μικρά Ελευσίνια αποτελούσαν «προετοιμασία» για τα Μεγάλα Μυστήρια. Πραγματοποιούνταν κατά το μήνα Ανθεστηριώνα και ήταν προς τιμήν της Περσεφόνης. Ο νεοπλατωνιστής Thomas Taylor, στο βιβλίο του «Ελευσίνια και Βακχικά Mυστήρια», αναφέρει πως «τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τρόπο την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση.»
Ενώ αρχικά απαγορευόταν η συμμετοχή στους μη Αθηναίους, αργότερα αναφέρεται από τον Ηρόδοτο πως όλοι οι Έλληνες μπορούσαν να λάβουν μέρος στη μύηση, ενώ αλλού αναφέρεται ότι απαγορευόταν στους εγκληματίες, τους βαρβάρους, τους μάγους και τους άθεους.
Οι μύσται, όπως λέγονταν, γίνονταν δεκτοί στα Μεγάλα Μυστήρια τουλάχιστον ένα χρόνο μετά την αρχική τους μύηση. Οι τελετές του πρώτου σταδίου μύησης περιλάμβαναν τη θυσία ενός χοίρου στο λιμένα του Κανθάρου, θυσία κοινή με τα Θεσμοφόρια, πάλι προς τιμήν της Δήμητρας, και τον εξαγνισμό από έναν ιερέα με το όνομα Υδρανός. Οι μύστες έπρεπε επίσης να πάρουν όρκο εχεμύθειας από το μυσταγωγό. Δέχονταν κάποια διδασκαλία, που τους επέτρεπε αργότερα να αντιληφθούν τα μυστήρια στα Μεγάλα Ελευσίνια.
Μεγάλα Ελευσίνια
Τα Μεγάλα Ελευσίνια εορτάζονταν κατά τη 15η ημέρα του μήνα Βοηδρομιώνα και κρατούσαν εννέα ημέρες. Οι συμμετέχοντες αποκαλούνταν επόπται ή έφυροι. Την προηγουμένη της γιορτής, οι έφηβοι της πόλης υποδέχονταν τα Ιερά Αντικείμενα, τα οποία δε φανερώνονταν σε κανέναν παρά μόνο από τους Ιεροφάντες στους Μύστες, από την Ελευσίνα στο Ελευσίνιον, ιερό στη βάση της Ακρόπολης.
- Την πρώτη ημέρα, όσοι είχαν μυηθεί στα Μικρά Ελευσίνια συγκεντρώνονταν στην Ποικίλη Στοά της Αρχαίας Αγοράς μετά από πρόσκληση των ιερέων, εξ ου και η ημέρα ονομαζόταν αγυρμός και πρόρρησις. Η συμμετοχή στη γιορτή δεν προϋπέθετε τη μύηση, γι’ αυτό και η γιορτή προσείλκυε ανθρώπους από ολόκληρη την Ελλάδα που συνέρρεαν στην Αθήνα για να παρακολουθήσουν τα δρώμενα.
- Η δεύτερη ημέρα, που ήταν αφιερωμένη σε καθαρμούς, ονομαζόταν Άλαδε Μύσται, μάλλον από τη φράση με την οποία καλούνταν οι συμμετέχοντες. Οι μύστες πορεύονταν σε πομπή προς τη θάλασσα, όπου περνούσαν από εξαγνισμό. Τελούνταν υπό την προεδρία του Βασιλέως, ενός των αρχόντων της αρχαίας Αθήνας και τεσσάρων άλλων που εκλέγονταν από τον δήμο των Αθηναίων. Η διαδικασία προσομοιάζει αρκετά με τη σύγχρονη χριστιανική τελετή των Θεοφανείων.
- Για την τρίτη ημέρα λίγα είναι γνωστά. Από τον Κλήμη της Αλεξάνδρειας μαθαίνουμε ότι ήταν ημέρα νηστείας κι ότι το απόγευμα λάμβανε χώρα γεύμα από άρτους φτιαγμένους από μέλι και σουσάμι. Δεν είναι σίγουρο αν υπήρχαν θυσίες ή όχι, πάντως υπήρχαν προσφορές ψαριών και άρτων από κριθάρι που φύτρωνε στο Ράριο Πεδίο, οι οποίες γίνονταν στο όνομα της Άχθειας Δήμητρας. Ωστόσο, αυτή η προσφορά ίσως γινόταν παράλληλα με την καλάθο κάθοδον, κατά την οποία μεταφερόταν από βόδια ένα καλάθι γεμάτο παπαρούνες και ρόδια, που σχετίζονταν με τη Δήμητρα και την Περσεφόνη αντίστοιχα.
- Η τέταρτη ημέρα, που αποκαλούνταν Επιδαύρια, ήταν πρόσθετη για όσους είχαν προσέλθει καθυστερημένα. Λέγεται ότι προστέθηκε στον αρχικό αριθμό των ημερών, όταν ο Ασκληπιός ήρθε να πάρει μέρος στη μύηση από την Επίδαυρο, αλλά καθυστέρησε μια μέρα και οι Αθηναίοι πρόσθεσαν άλλη μια μέρα στη γιορτή για να μην τον δυσαρεστήσουν.
- Την πέμπτη ημέρα, που αποκαλούνταν η των λαμπάδων ημέρα, οι μύστες με επικεφαλής τον δαδούχο κατευθύνονταν με πυρσούς στο ναό της Δήμητρας στην Ελευσίνα, όπου και παρέμεναν για όλη τη νύχτα. Η πομπή αυτή συμβόλιζε την περιπλάνηση της θεάς για να βρει την κόρη της.
- Την έκτη ημέρα, που ονομάζεται Ίακχον και θεωρείται η ιερότερη, το άγαλμα του Ίακχου, γιου της Περσεφόνης και του Χθόνιου Δία, στολισμένο με μυρτιές και με ένα δαυλό στο χέρι του, μεταφερόταν από το ναό του Ίακχου με φωνές και τραγούδια κατά μήκος της Ιεράς Οδού, που συνέδεε τον Κεραμεικό με το Θριάσιο Πεδίο.[13] Κατά την πορεία αυτή ακούγονταν κατά το έθιμο οι «γεφυρισμοί», χοντροκομμένα αστεία, στη γέφυρα του Κηφισού. Τα σκώμματα αυτά ήταν συμβολικά και αναφέρονταν στην Ιάμβη της Ελευσίνας, η οποία με τα αστεία της κατάφερε να κάνει τη Δήμητρα να γελάσει, όταν θλιμμένη έψαχνε την κόρη της. Την πομπή ακολουθούσε μεγάλο πλήθος συμμετεχόντων και θεατών, το οποίο, κατά τον Ηρόδοτο, έφτανε τους 30.000 κατά μήκος της Ιεράς Οδού.
Τη νύχτα, οι μύστες παρέμεναν στην Ελευσίνα, ενώ οι υπόλοιποι, επισκέπτες και αμύητοι, διώχνονταν από έναν κήρυκα. Πιστεύεται ότι οι μύστες έπιναν τον κυκεώνα στο αποκορύφωμα των Μυστηρίων για να σπάσουν την ιερή αποχή από το φαγητό και το ποτό, ο οποίος αποτελούνταν κυρίως από νερό, κριθάρι και βότανα. Επαναλάμβαναν τον όρο εχεμύθειας των Μικρών Ελευσινίων, περνούσαν από νέο εξαγνισμό και οδηγούνταν από το μυσταγωγό στο Τελεστήριον. Φαίνεται πως η τελετή χωριζόταν σε τρία τμήματα: τα δρώμενα, κατά τα οποία γινόταν αναπαράσταση της ιστορίας της Δήμητρας και της Περσεφόνης, καθώς και της αρπαγής της τελευταίας από τον Άδη και της περιπλάνησης της μητέρας της για να τη βρει, τα δεικνύμενα, όπου ο Ιεροφάντης έμπαινε στο Ιερό και έβγαινε λίγο αργότερα με τα Ιερά αντικείμενα των δυο θεοτήτων, τα οποία πρόβαλλε στους μυημένους, και τα λεγόμενα, συμβολικές φράσεις των μυστών. Ακολουθούσε ο ύψιστος βαθμός μύησης με την ονομασία εποπτεία. Κεντρικό σύμβολο της εποπτείας ήταν ένα στάχυ, το οποίο φυλασσόταν στο άδυτο του Τελεστηρίου και αφού θεριζόταν τελετουργικά από τον ιεροφάντη, επιδεικνυόταν στους πιστούς ως σύμβολο της ανεξάντλητης δημιουργικής δύναμης της Μητέρας Γης.
Οι αρχαίοι συγγραφείς αποφεύγουν να δώσουν περισσότερες λεπτομέρειες για το σημείο αυτό, καθώς όποιος συμμετείχε στα Μυστήρια και αποκάλυπτε κάτι από την τελετή τιμωρούνταν με θάνατο.
Κατά την έβδομη και όγδοη ημέρα, οι μυημένοι επέστρεφαν στην Αθήνα. Η ένατη και τελευταία ημέρα ονομαζόταν πλημοχόαι, που ήταν ένα είδος αγγείου. Δυο τέτοια αγγεία γεμίζονταν με νερό ή κρασί από τους μύστες, τα ανύψωναν και έπειτα προσέφεραν χοές προς την ανατολή και τη δύση προφέροντας μυστικές φράσεις.
Ελευσίνια σε άλλες περιοχές
Τα Ελευσίνια εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Από την Αθήνα εισήχθη η εορτή τους στην Έφεσο, η Κρήτη είχε τη δική της γιορτή των Ελευσινίων, ενώ στη Λακωνία εορτάζονταν μόνο από τους κατοίκους μιας πόλης, οι οποίοι μετέφεραν το ξύλινο άγαλμα της Περσεφόνης στο Ελευσίνιον, πάνω στον Ταΰγετο.[15]
Τέλος των Ελευσινίων
Τα Ελευσίνια Μυστήρια επιβίωσαν για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το 170, οι Σαρμάτες κατέστρεψαν το Ναό της Δήμητρας, ο οποίος όμως ανοικοδομήθηκε από το Μάρκο Αυρήλιο, που μυήθηκε κι ο ίδιος στα Μυστήρια. Ο Αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α΄ προσπάθησε να τα καταργήσει, αλλά συνάντησε πολλές αντιδράσεις, οπότε συνεχίστηκαν μέχρι την εποχή του Θεοδοσίου Α΄. Ο Αυτοκράτορας με διάταγμα το 392 διέταξε το κλείσιμο όλων των αρχαίων ιερών, σε μια προσπάθεια να καταστείλει την αντίσταση των οπαδών της παλαιάς θρησκείας στην επιβολή του Χριστιανισμού ως κρατική θρησκεία. Τα τελευταία απομεινάρια των Μυστηρίων εξαλείφθηκαν το 396, όταν ο βασιλιάς των Γότθων Αλάριχος, συνοδευόμενος από Χριστιανούς ιερείς και μοναχούς κατέστρεψε το ιερό της Ελευσίνας και θανάτωσε όλο το ιερατείο. Το τέλος των Ελευσινίων αναφέρεται από τον ιστορικό Ευνάπιο, ο οποίος είχε μυηθεί κι ο ίδιος στα Μυστήρια κι είχε γίνει ιεροφάντης. Τελευταίος νόμιμος ιεροφάντης των Μυστηρίων φαίνεται από τις πηγές να είναι ο Ευμολπίδης Νεστόριος, ο οποίος «ανήγγειλε την αρχή της μεγάλης πνευματικής νύχτας για την ανθρωπότητα».
Σημασία των Ελευσινίων Μυστηρίων
Γιατί ανάμεσα στους εξαίρετους και πράγματι θεϊκούς θεσμούς που η Αθήνα σας έχει γεννήσει και φέρει στην ανθρωπότητα, καμία, κατά τη γνώμη μου, δεν είναι καλύτερη από αυτά τα Μυστήρια. Γιατί μέσω αυτών αποβάλαμε το βάρβαρο και άγριο τρόπο ζωής και μορφωθήκαμε και εκπολιτιστήκαμε. Και «μύησις» καθώς αποκαλείται, πράγματι μάθαμε τις απαρχές της ζωής και αποκτήσαμε τη δύναμη όχι μόνο να ζούμε ευτυχισμένοι, αλλά και να πεθαίνουμε με μια καλύτερη ελπίδα.
— Κικέρων, Περί νόμων, Βιβλίο Β΄, 36
Η μύηση αποσκοπούσε στη συμφιλίωση με το θάνατο και την προσδοκία της μεταθανάτιας ζωής και γι’ αυτό το λόγο είχε μεγάλη απήχηση την εποχή εκείνη. Η πεποίθηση αυτή αντανακλάται και στον ομηρικό ύμνο προς τη θεά Δήμητρα.
Η ουσία των Ελευσίνιων μυστηρίων παραμένει κάτι το άγνωστο. Ακόμα και για τα Ιερά Αντικείμενα που έφερε ο Ιεροφάντης ενώπιον των μυημένων στο αποκορύφωμα της τελετής δεν είναι γνωστή η φύση τους: εικάζεται πως ήταν αρχαϊκά αγαλματίδια και σύμβολα πιθανότατα της Δήμητρας και της Κόρης. Η μυστικότητα που επιβαλλόταν μεταξύ των μυημένων στηρίζεται σε βάσεις θρησκευτικές και πολιτικές. Στον Ομηρικό Ύμνο αναφέρεται πως «τα μυστήρια που έδειξε η Δήμητρα δεν πρέπει ούτε να παραμελούνται ούτε να ερευνούνται ούτε να κοινολογούνται», ενώ από την πολιτεία επιβαλλόταν η θανατική ποινή σε όποιον αθετούσε τον όρκο των μυστών. Πιο συγκεκριμένα, ο Διαγόρας ο Μήλιος επικηρύχθηκε από τους Αθηναίους για δύο τάλαντα για την σύλληψη του και για ένα τάλαντο για τον θάνατο του, με την κατηγορία του ότι διακωμώδησε τα ιερά μυστήρια. Ο Αλκιβιάδης με την ίδια κατηγορία καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Ο Αισχύλος κατηγορήθηκε ότι σε κάποιες τραγωδίες του προέβη σε αποκάλυψη μέρους Μυστηρίων, αλλά τελικά απαλλάχτηκε, ενώ ο ρήτορας Ανδοκίδης μόλις διέφυγε την ποινή του θανάτου.[18] Κανείς, επίσης, όσο διαρκούσε η γιορτή, δεν μπορούσε να συλληφθεί για καμιά κατηγορία. Ο Λυκούργος εισήγαγε νόμο να μη χρησιμοποιούνται πολυτελή άρματα κατά την πομπή προς την Ελευσίνα, καθώς θεωρούνταν από κάποιους πρόκληση για το δημοκρατικό πολίτευμα της πόλεως.
Όσον αφορά την πραγματική φύση των γεγονότων των Ελευσινίων, υπάρχουν δυο διαφορετικές θεωρίες. Ενώ κάποιοι μελετητές υποστηρίζουν ότι οι ιερείς παρουσίαζαν τη μεταθανάτια ζωή μέσω διαφόρων ιερών αντικειμένων και της έντονης εναλλαγής φωτός και σκοταδιού, άλλοι θεωρούν ότι η ισχύς και η «μακροζωία» των Ελευσινίων οφείλεται στο ότι η εμπειρία για κάθε μυημένο ήταν εσωτερική και προκαλούνταν ίσως από κάποια ψυχοενεργή ουσία που περιείχε ο κυκεών.
Υπάρχουν αντικρουόμενες απόψεις, επίσης, για το αν κατά την τελετή στο ιερό της Ελευσίνας τελούνταν ιερός γάμος. Υπάρχουν κάποιες αναφορές για τη συνεύρεση θεοτήτων ή τη συμβολική ένωση του Ιεροφάντη και της πρωθιέρειας των Μυστηρίων, ως αναπαράσταση της αρπαγής της Περσεφόνης από τον Άδη ή της ένωσης του Δία με τη Δήμητρα. Η τελετή έληγε με τη συμβολική γέννηση ή αναγέννηση ενός αγοριού, ίσως του Ίακχου, του Πλούτου, γιου της Δήμητρας και του Ιασίωνα, ή του Διόνυσου-Ζαγρέα, που κατά τους Ορφικούς ήταν γιος της Περσεφόνης και του Δία. Ο ιεροφάντης έρχονταν μπροστά στους μύστες και αναφωνούσε: «Ιερον ετεκε ποτνια κουρον, Βριμω Βριμων». Ωστόσο, οι θεωρίες αυτές ίσως προέρχονται από τη σύγχυση των αρχαίων συγγραφέων ανάμεσα στη λατρεία των Ορφικών, φρυγικών θεοτήτων και ντόπιων ελληνικών θεών, χαρακτηριστικό δείγμα θεοκρασίας.